- ἀρχαιολογίας
- ἀρχαιολογίᾱς , ἀρχαιολογίαantiquarian lorefem acc plἀρχαιολογίᾱς , ἀρχαιολογίαantiquarian lorefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Карузос, Христос — Христос Карузос греч. Χρήστος Καρούζος Дата рождения: 14 января 1900(1900 01 14) Место рожден … Википедия
Ανδρόνικος, Μανόλης — (Προύσα Μικράς Ασίας 1919 – Θεσσαλονίκη 1992).Αρχαιολόγος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και ειδικεύτηκε στην αρχαιολογία στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Εργάστηκε αρχικά ως καθηγητής σε γυμνάσια (1941 49)… … Dictionary of Greek
Κύπρου, Πανεπιστήμιο — Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, που λειτουργεί με τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Ιδρύθηκε το 1989, ενώ δέχθηκε τους πρώτους φοιτητές το 1992. Έχει βασικούς στόχους την «προαγωγή της επιστήμης και της γνώσης… … Dictionary of Greek
Σακελλαρόπουλος, Κωνσταντίνος — Λόγιος (1789 1856). Όταν τελείωσε το σχολείο στην Κέρκυρα στάλθηκε με έξοδα του Γκίλφορδ στην Ευρώπη, όπου επιδόθηκε στη μελέτη της αρχαιολογίας. Το 1826 ανακηρύχθηκε στην Κέρκυρα διδάκτορας και διορίστηκε καθηγητής της ‘αρχαιολογίας και της… … Dictionary of Greek
Τσάιλντ, Βιρ Γκόρντον — (Childe, Σίδνεϊ 1892 – 1957). Αυστραλός μελετητής της προϊστορικής αρχαιολογίας. Έδωσε νέα κατεύθυνση στις μεθόδους μελέτης της πρωτόγονης αρχαιότητας, τονίζοντας την ανάγκη μιας ιστορικής ερμηνείας που αποκαλύπτει το βάρος των οικονομικο… … Dictionary of Greek
Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… … Dictionary of Greek
Βίνκελμαν, Γιόχαν Γιοακίμ — (Johann Joachim Winckelmann, Στένταλ, Πρωσία 1717 – Τεργέστη 1768).Γερμανός αρχαιολόγος και αισθητικός, ο ιδρυτής της αρχαιολογίας ως επιστήμης και ο μεγαλύτερος θεωρητικός του νεοκλασικισμού. Με το κριτήριο και τις γνώσεις του, κατόρθωσε, χωρίς… … Dictionary of Greek
Δίον — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Πιερίας στους πρόποδες του Ολύμπου. Η πόλη πήρε την ονομασία της από το ιερό του Δία που βρισκόταν εκεί. Το Δ. ήταν ιερή πόλη για τους Μακεδόνες. Ο βασιλιάς τους Αρχέλαος είχε καθιερώσει αγώνες προς τιμήν… … Dictionary of Greek
Έβανς, Άρθουρ Τζον — (Sir Arthour John Evans, Νας Μιλς, Χέρτφορντσαϊρ 1851 – Γιούλμπερι, Μπόουρς Χιλ, Οξφόρδη 1941). Άγγλος αρχαιολόγος και ιστορικός, γιος του φημισμένου νομισματολόγου σερ Τζον Έβανς. Το 1884 διορίστηκε επιμελητής του μουσείου Άσμολιν (Ashmolean)… … Dictionary of Greek
Κάρο, Γκεόργκ — (Georg Karo, 1871 – 1964). Γερμανός αρχαιολόγος. Φοίτησε στη φιλοσοφική σχολή των πανεπιστημίων του Μονάχου και της Βόνης, όπου και αναγορεύθηκε υφηγητής της αρχαιολογίας το 1902. Χρημάτισε διευθυντής της Γερμανικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών… … Dictionary of Greek